επιξυνος

επιξυνος
    ἐπίξυνος
    ἐπί-ξῡνος
    2
    находящийся в общем владении, общественный
    

(ἄρουρα Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιξυνος" в других словарях:

  • επίξυνος — ἐπίξυνος, ον (ποιητ. τ. τού ἐπίκοινος) (Α) [ξυνός] αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί («ἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπίξυνον — ἐπίξῡνον , ἐπίξυνος common masc/fem acc sg ἐπίξῡνον , ἐπίξυνος common neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιξυνώ — ἐπιξυνῶ, όω (Α) [επίξυνος] (ποιητ. τ. τού μτγν. επικοινώ) κάνω κάτι κοινό …   Dictionary of Greek

  • ἐπιξύνῳ — ἐπιξύ̱νῳ , ἐπίξυνος common masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»